- παρεμφέρω
- Α [εμφέρω]1. είμαι λίγο ή κάπως όμοιος («ἄλυσσος βοτάνη τῷ πρασίῳ παρεμφέρουσα», Ασκληπιάδ. Ν.)2. παθ. παρεμφέρομαιεισάγομαι κάπου επί πλέον3. παθ. κυμαίνομαι επίσης κι εγώ («τὰ παρεμφερόμενα ἐν τῷ χύματι», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.